- περιγλούτιο(ν)
- το, Ντμήμα τής ιπποσκευής και ειδικότερα ο ιμάντας που περιβάλλει τα οπίσθια ζώου έλξης και τού επιτρέπει να οπισθοδρομεί, να επιβραδύνει και να σταματά το όχημα, κν. πισινέλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + γλουτός + επίθημα -ιον. Η λ., στον λόγιο τ. περιγλούτιον, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.